- προσεμπλάσσω
- Α [ἐμπλάσσω]αναμιγνύω επί πλέον ένα στοιχείο σε ένα μίγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεμπλάσσοντα — προσεμπλάσσω mix in pres part act neut nom/voc/acc pl προσεμπλάσσω mix in pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεμπλάσσειν — προσεμπλάσσω mix in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek